- αφαίμαξη
- Αφαίρεση μιας ορισμένης ποσότητας αίματος (συνήθως 200-400 κ. εκ.) για θεραπευτικό σκοπό. Τεχνική γνωστή από τα πρώτα χρόνια της ιατρικής, κατέληξε, με το πέρασμα των αιώνων, να τη συνιστούν, και πολύ συχνά αδικαιολόγητα, στις πιο ποικίλες παθήσεις· η κατάχρηση της α. είχε πάρει μεγάλη έκταση στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι., όταν επικράτησε η συνήθεια να κάνουν α. τοποθετώντας βδέλλες στο σώμα του ασθενούς.
Στη σύγχρονη ιατρική η α. χρησιμοποιείται σε λίγες περιπτώσεις και εκτός από μερικές δηλητηριάσεις, όπου με την αφαίρεση αίματος προσπαθούμε να αφαιρέσουμε μέρος του δηλητηρίου, εφαρμόζεται κυρίως στο πνευμονικό οίδημα· σε αυτήν την περίπτωση το θεραπευτικό αποτέλεσμα συνδέεται με τη μείωση της φλεβικής πίεσης που κατεβαίνει, μέσω πολύπλοκων μηχανισμών, πιο κάτω από τις τιμές που μπορεί να υπολογιστούν μαθηματικά με τη μέτρηση του αίματος που αφαιρέθηκε. Ως μέθοδος αποτοξίνωσης μπορεί να θεωρηθεί η τεχνική της αφαιμαξομετάγγισης.
* * *η (AM ἀφαίμαξις) [αφαιμάσσω]η αφαίρεση του αίματος για θεραπευτικούς σκοπούςνεοελλ.η απόσπαση μεγάλου ποσού χρημάτων με επιλήψιμα κυρίως μέσα.
Dictionary of Greek. 2013.